- κατάγγελτος
- κατ-άγγελτος, angekündigt, verraten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατάγγελτος — κατάγγελτος, ον (Α) [καταγγέλομαι] αυτός εναντίον τού οποίου έγινε καταγγελία («τοῑς πολεμίοις καταγγέλτους γίγνεσθαι», Θουκ.) … Dictionary of Greek
καταγγέλτους — κατάγγελτος denounced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)